- χειρόσοφος
- και χειρίσοφος, -ον, ΜΑεπιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + σοφός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek